- διάνθισμα
- τοη διάνθιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < διανθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek
φιοριτούρα — η, Ν·1. διάνθισμα 2. μουσ. α) ποίκιλμα που προσθέτει ο τραγουδιστής, κατά βούληση, σε μια μουσική φράση β) φθόγγος ή ομάδα φθόγγων, αυτοσχεδιαζόμενοι ή γραμμένοι, οι οποίοι παρεμβάλλονται στη φωνητική ή ενόργανη μελωδία για να τήν καλλωπίσουν ή… … Dictionary of Greek
φιοριτούρα — η (λ. ιταλ.) (μουσ.), καλλωπισμός, διάνθισμα, εξωραϊσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)